- φιλοπέρσης
- φιλοπέρσηςfriend of the Persiansmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοπέρσης — ὁ, Α αυτός που αγαπά τους Πέρσες («τὸ φιλορώμαιος μᾱλλον ἢ φιλοπέρσης ἠσπάσατο», Μέν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Πέρσης] … Dictionary of Greek
φιλοπέρσην — φιλοπέρσης friend of the Persians masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)